-
1 συν-ομο-παθέω
συν-ομο-παθέω, = συνομοιοπαϑέω; Plut. de amic. mult. g. E.; καὶ συνεξομοιοῦσϑαι τοῖς ἐπιτηδεύμασι καὶ ταῖς διαίταις, Alcib. 23.
1 συν-ομο-παθέω
συν-ομο-παθέω, = συνομοιοπαϑέω; Plut. de amic. mult. g. E.; καὶ συνεξομοιοῦσϑαι τοῖς ἐπιτηδεύμασι καὶ ταῖς διαίταις, Alcib. 23.